Εαρινή συμφωνία, Γιάννης Ρίτσος

XVI
Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει τι θ’ αφήσει το φιλί μας μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.
Αγγίξαμε το μέγα άσκοπο που δε ζητά το σκοπό του.
Ο Θεός πραγματοποιεί τον εαυτό του στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε την εντολή του απείρου.
Ένα μικρό παράθυρο βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει τον ουρανό.
Σώπα.
Στην κόγχη των χειλιών μας εδρεύει το απόλυτο.
Σωπαίνουμε κι ακούμε μες στο γαλάζιο βράδυ την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου που δε μπορεί να χωρέσει την ευτυχία του.
Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή. Κλείσε τα μάτια

Οι γειτονιές του κόσμου, Γιάννης Ρίτσος

Ερχόταν πάλι η άνοιξη στις γειτονιές τού κόσμου.
Μεγάλες ειδήσεις χτυπούσαν τα φτερά τους στον ορίζοντα.
Μες απ’ τον θάνατο οι καρδιές χειροκροτούσανε τον ήλιο.
Ήταν πολύς ο θάνατος. Έπρεπε ν’ αγαπιόμαστε πολύ.
«Σύντροφε κράτα μου το χέρι.
Και να με λες σύντροφο, σύντροφε.
Θε μου τι απέραντος που ‘ναι ο κόσμος .
Ω, αλήθεια θα δουλέψουμε πολύ,
θα κουραστούμε,
μπορεί να τσακιστούμε κιόλας». Ο Αλέκος είπε:
«Φτάνει να μου κρατάς το χέρι,
φτάνει να με λες σύντροφο,
και τότες το βράδυ που θα γυρνάμε απ’ τη δουλειά –
φτάνει να μου κρατάς το χέρι,-
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι κοντά μας και θα γυαλίζουν
όπως τα μπρίκια κι οι κατσαρόλες στην κουζίνα της θειας-Καλής,
εκεί που μαζευόμαστε τις παράνομες Κυριακές μας και κουβεντιάζαμε για το μέλλον,
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι φιλικά και χαμογελαστά
σαν τα κουμπιά στο μπλουζάκι της συντρόφισσας Μαρίας
κείνο το βράδυ που μας έφερε τα νέα για τη κατάληψη των Μεταλλείων τού Δομοκού απ’ τον ΕΛΑΣ,
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι δικά μας, θα ‘ναι χαρούμενα και δυνατά
σαν τα πλήκτρα κείνης της γραφομηχανής όπου γράφαμε
το χρονικό τής λευτεριάς τις πρώτες μέρες τής Αντίστασης.
Φτάνει να μου κρατάς το χέρι.

(απόσπασμα)

Πλαγίως, Γιάννης Ρίτσος

Εμένα κοίταξε το πουλί. Το ρολόι σταμάτησε
Έχω μια πέτρα δική μου πλάι στη θάλασσα – λέει.
Έχω τις στέγες με το μέρος μου. Γι’ αυτό
είναι έτσι κόκκινες, κι εγώ κοκκινίζω∙
δεν είδα που γδυνόσουν, εγώ κοίταζα
μια σπιθαμή πιο πλάι απ’ τα σφυρά σου,
μια σπιθαμή πιο πάνω απ’ τα μαλλιά σου∙ εκεί
ήταν μονάχα ο ουρανός – δεν τον είδα.

Γυμνό σώμα, Γιάννης Ρίτσος

Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κ’ εγώ.

Το σώμα σου ωραίο.

Το σώμα σου απέραντο
Χάθηκα στο απέραντο.

Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.

Όσο απομακρύνεσαι
σε πλησιάζω.

Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.

Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.

Η γλώσσα μου στο στόμα σου,
η γλώσσα σου στο στόμα μου –
σκοτεινό δάσος….
οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.

Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.

Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ’ αυτί σου.

Τόσο μικρό και τρυφερό
πώς χωράει
όλη τη μουσική;

Ηδονή –
πέρα απ’ τη γέννηση,
πέρα απ΄το θάνατο…
τελικό κ’ αιώνιο
παρόν.

Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ο κόσμος.

Κάτω απ΄όλες τις λέξεις
δύο σώματα ενώνονται
και χωρίζουν.

Μέσα σε λίγες νύχτες
πώς πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος.

Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.
Ενώνεται.

Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.

Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα.

Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;

Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.

Οι γειτονιές του κόσμου, Γιάννης Ρίτσος

Δεν έχω καιρό να κουραστώ. Δεν έχω καιρό να σταυρώσω τα χέρια μου.
Δεν έχω καιρό να μην αγαπώ, να μη μισώ, να μη θέλω, να μη σκοτώνομαι.
Δος μου το χέρι σου- κι απ’ την αρχή- μιαν άλλη αρχή.

Κάποτε θ’ ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς.
Περπάτα.

Εμείς δεν ξέρουμε τι είναι η ομίχλη.
Εμείς που λες όλα τα φτιάχνουμε στο φως.

(αποσπάσματα)